- κατασκευασμάτιον
- κατασκευ-ασμάτιον, τό, Dim. of foreg., Hero.Spir.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασκευασμάτιον — κατασκευασμάτιον, τὸ (Α) μικρό σκεύος ή αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασκεύασμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, προβλημάτ ιον)] … Dictionary of Greek
κατασκευασμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)